- επαυδώ
- ἐπαυδῶ, -άω (Α)1. μέσ. ἐπαυδῶμαιεπικαλούμαι κάποιον2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπηύδωνἐπεφώνουν»3. (κατά τη Σούδα) «ἐπαυδῆσαιἐπειπεῑν».[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αυδώ «μιλώ, φωνάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαυδῶ — ἐπαυδάομαι imperf ind mp 2nd sg (doric) ἐπαυδάομαι pres imperat mp 2nd sg ἐπαυδάομαι pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐπαυδάομαι pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐπαυδάομαι pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐπαυδάομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)